en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)
  • Interpretations

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)

σκευ - σται

  • σκευαγωγέω
  • σκευαγωγός
  • σκευάζω
  • σκεύακας
  • σκευάριον
  • σκευασία
  • σκεύασις
  • σκεύασμα
  • σκευαστέον
  • σκευαστής
  • σκευαστός
  • σκευή
  • σκευηφορέω
  • σκευογραφία
  • σκευογραφικός
  • σκευοθήκη
  • σκευοπλασία
  • σκευοπλαστικὸς
  • σκευοποιέω
  • σκευοποίημα
  • σκευοποιία
  • σκευοποιός
  • σκευοπώλης
  • σκεῦος
  • σκευότριψ
  • σκευουργία
  • σκευοφορεῖον
  • σκευοφορέω
  • σκευοφορικός
  • σκευοφόριον
  • σκευοφοριώτης
  • σκευοφόρος
  • σκευοφυλακέω
  • σκευοφυλάκιον
  • σκευόφυλαξ
  • σκευόω
  • σκευύφιον
  • σκευωρέομαι
  • σκευώρημα
  • σκευωρία
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.